-
1 μένος
A might, force,μή μ' ἀπογυιώσῃς μένεος, ἀλκῆς τε λάθωμαι Il.6.265
;μ. χειρῶν 5.506
(more freq.μ. καὶ χεῖρες 6.502
, al.);μ. καὶ γυῖα 6.27
.2 of animals, strength, fierceness, παρδάλιος, λέοντος, 17.20; of horses, spirit, ib. 456, 476, etc.;ἵππος κατασθμαίνων μένει A.Th. 393
; ὑπὸ χαρᾶς καὶ μένους, of dogs, X.Cyn.6.15.3 of things, force, might, [ ἔγχεος] Il.13.444;ἠελίοιο Od.10.160
;πυρός Il.6.182
, Ar.Ach. 665;ποταμῶν Il.12.18
, cf. A.Pr. 720;ἄστρων θερμὸν μ. Parm.11.3
;ἀνέμων Emp.111.3
; ;χαλινῶν ἀναύδῳ μένει A. Ag. 238
(lyr.); (anap.);τὸ ἀπὸ τοῦ οἴνου μ. Hp.Acut. 63
, cf. VM9.4 life,ἀπὸ γὰρ μ. εἵλετο χαλκός Il.3.294
;λύθη ψυχή τε μ. τε 5.296
; φυσῶσι μέλαν μ. the black life-blood, S.Aj. 1412 (anap.), cf. A.Ag. 1067.II of the soul, spirit, passion, μ. ἀνδρῶν the battlerage of men, Il.2.387;μ. Ἄρηος 18.264
: less freq. in pl., mostly in phraseμένεα πνείοντες 2.536
, al.;μένος καὶ θυμός 5.470
, al., h.Cer. 361;μ. καὶ θάρσος Il.5.2
, Od.1.321;μ. ἔλλαβε θυμόν Il.23.468
;μένεος δ' ἐμπλήσατο θυμόν 22.312
; : also in [dialect] Att., ;ὅτε ζέσειεν τὸ τοῦ θυμοῦ μ. Pl.Ti. 70b
;μένους τὴν ψυχὴν πληρουμένην Alcid.
ap. Arist.Rh. 1406a2 (but νοῦς.. πληρωθεὶς μένους filled with spiritual exaltation, Plot.5.5.8);θυμὸς ὁ κρατέων τῶ μένεος Theag.
ap. Stob.3.1.117; προθυμία καὶ μ., μ. καὶ θάρρος, X.Cyr.3.3.61, HG7.1.31;παντὶ μένει σπεύδων Hes.Sc. 364
.2 intent, purpose, [Τρώων] μ. αἰὲν ἀτάσθαλον their bent is aye to folly, Il.13.634: in pl., intents,ἐμῶν μενέων ἀπερωεύς 8.361
: hence, temper, disposition, in compds., like εὐμενής, δυσμενής.III in periphr., like βίη, etc., ἱερὸν μένος Ἀντινόοιο, for Antinous himself, Od.18.34;μένος Ἀτρεΐδαο Il.11.268
;μένε' ἀνδρῶν 4.447
, Od.4.363;καταφθιμένου μ. ἀνδρός Emp.111.9
;αἴης λάσιον μ. Id.27.2
; αἰθέριον μ., = αἰθήρ, Id.115.9. (Cf. Skt. mánas 'spirit', 'passion', Gr. μέμονα, μαίνομαι.) -
2 ἐμπίμπλημι
Aἐμπιπλεῖς Hp.Morb.2.14
, part. - πιπλῶν ib.12; [ per.] 3sg.ἐμπιπλέει Hdt.7.39
(with vv.ll. -πιπλεῖ, -πιπλᾷ): [ per.] 1sg. [tense] impf.ἐνεπίμπλων D.C.68.31
: [tense] fut. : [tense] aor. ἐνέπλησα, [dialect] Ep.subj.ἐνιπλήσῃς Od.19.117
: [tense] pf. ἐμπέπληκα (v. infr.):— fill quite full,ἐν ὦν ἔπλησαν τοῦ νεκροῦ τὴν κοιλίην Hdt.2.87
; τὸ πεδίον, τὴν ὁδόν, X. HG7.1.20, 2.4.11.2 c. gen., fill full of a thing,ἐμπίπληθι ῥέεθρα ὕδατος Il.21.311
, etc.;δέπας ὕδατος Od.9.209
; [ἵππον] ἀνδρῶν ἐμπλήσας 8.495
;μὴ.. θυμὸν ἐνιπλήσῃς ὀδυνάων 19.117
;ἐ. [τὰ θυλάκια] τῆς ψάμμου Hdt.3.105
, cf.4.72, 5.114; τοὺς κοφίνους.. ἐμπίμπλη (imper.) ;ἐ. ἵππων τὸν ἱππόδρομον X.Eq.Mag.3.10
: metaph.,τὴν ψυχὴν ἔρωτος Pl.Phdr. 255d
;τινὰ ἐλπίδων κενῶν Aeschin. 1.171
.b metaph.,ἐ. τινὰ μύθων E.Hel. 769
;τοῦ πολεμεῖν Isoc.9.63
; ;ἐρώτων.. ἐμπίμπλησιν ἡμᾶς Id.Phd. 66c
;ἐμπιμπλὰς ἁπάντων τὴν γνώμην X.An.1.7.8
.II [voice] Med. (with [tense] aor. [voice] Pass.),ἐμπίμπλαμαι E. Ion 925
;ἐμπιμπλάμενος Cratin.142
, Pherecr.80, Epicur.Nat.117G.: [tense] impf.ἐνεπιμπλάμην X.An.7.7.46
, Aeschin.3.230, etc.: later [ per.] 3pl.ἐνεπιμπλῶντο D.S.34
/5.2.29:— fill for oneself or what is one's own,ἐμπλήσατο νηδύν Od.9.296
; μένεος ἐμπλήσατο θυμόν he filled his heart with rage, Il.22.312; θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ ib. 504; τὸ ἄγγος τοῦ ὕδατος ἐ. Hdt.5.12.2 abs., eat oneself full, eat one's fill,ἐνιπλησθῆναι ἀνώγει Od.7.221
, cf. Hdt.8.117, Ar.V. 911, X.Mem.1.3.6, etc.: metaph., ἐπειδὴ τάχιστα ἐνέπληντο ( ἐνεπέπληντο codd.) Lys.28.6.III [voice] Pass., [tense] aor.1 ἐνεπλήσθην (v. infr.): [tense] aor. 2 , 1304, prob. in Lys. 28.6; opt. ἐμπλῄμην (v. infr.): [tense] plpf. ἐνεπεπλήμην f.l. in Lys. l.c., lateἐμπέπληστο Max.Tyr.18.7
;ἐνέπλησθεν δέ οἱ.. αἵματος ὀφθαλμοί Il.16.348
;δακρύων τὰ ὄμματα X.Cyr.5.5.10
;ἔμπληντο βροτῶν ἀγοραί Od.8.16
;πόλις δ' ἔμπλητο ἀλέντων Il.21.607
;ἐνέπλητο πολλῶν κἀγαθῶν Ar.V. 1304
; φακῆς ἐμπλήμενος ib. 984, cf.Ec.56: metaph., υἷος ἐνιπλησθῆναι.. ὀφθαλμοῖσιν to take my fill of my son with my eyes, i.e. to sate myself with looking on him, Od.11.452; ;πλεονεξίας ἐμπίμπλασθαι Pl.Criti. 121b
.2 c. dat., ἀμπελίνῳ καρπῷ ἐ. to be filled with.., Hdt.1.212;ἐμπιπλάμενοι πυριάτῃ Cratin.142
;ἐμπίπλαται.. αἵματι ὁ βωμός Paus.3.16.10
.3 c. part., , cf. Ion 925;βάλλων.. οὐκ ἂν ἐμπλῄμην Ar.Ach. 236
;οὐκ ἐνεπίμπλασο ὑπισχνούμενος X.An.7.7.46
; ἔμπλησο λέγων speak thy fill, Ar.V. 603.—The two last constructions are post-Homeric. (Freq. written - πίπλ-, but the evidence of the best codd. of [dialect] Att. writers is in favour of - πίμπλ-.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμπίμπλημι
См. также в других словарях:
μένος — το (Α μένος) 1. ακράτητη ψυχική ορμή, παραφορά, έξαψη φρονήματος, μανία, πάθος («ὀργῆς καὶ μένους ἐμπλήμενος», Αριστοφ.) 2. φρ. «πνέω μένεα» είμαι πολύ οργισμένος, ζητώ εκδίκηση αρχ. 1. (για πράγματα) δύναμη, ισχύς (α. «οἱ δὲ μένος χειρῶν ἰθὺς… … Dictionary of Greek